εκστασιάζομαι

εκστασιάζομαι
εκστασιάζομαι, εκστασιάστηκα, εκστασιαμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκστασιάζομαι — εκστασιάστηκα, εκστασιασμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”